- διαβαίνει
- διαβαίνωstridepres ind mp 2nd sgδιαβαίνωstridepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιάβατος — η, ο (Α ἀδιάβατος, ον) [διαβαίνω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβεί, να τόν περάσει, ή που τόν διαβαίνει με δυσκολία … Dictionary of Greek
αλαφροδιαβατάρης — ισσα και άρα, ικο αυτός που διαβαίνει, που προχωρεί με ελαφρό βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + διαβατάρης] … Dictionary of Greek
ερωδιός — (Αrdea).Γένοςπτηνώντηςοικογένειαςτων αρδεϊδών. Διακρίνονται από τα άλλα καλοβατικά (μακρύλαιμα και μακρύποδα, όπως π.χ. οι πελαργοί και οι γερανοί), γιατί διατηρούν τον μακρύ λαιμό τους αναδιπλωμένο και κατά την πτήση. Γενικά δεν θηρεύονται,… … Dictionary of Greek
θαλασσοβάτης — ο (Μ θαλασσοβάτης), νεοελλ. μικρό νηκτικό πτηνό τού Β. Ατλαντικού μσν. αυτός που διαβαίνει τη θάλασσα («θαλασσοβάτης Ἀλφειός» γιατί σύμφωνα με τη μυθολογία διαπερνούσε το Ιόνιο κι έβγαινε στη Σικελία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + βάτης (< βαίνω) … Dictionary of Greek
λαοπόρος — λαοπόρος, ον (Α) (για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek
περαστικός — ή, ό [περαστός] 1. αυτός που περνά, διαβαίνει από κάπου χωρίς να μένει, ο διαβατικός 2. παροδικός, εφήμερος («περαστική μπόρα») 3. (για τόπο, δρόμο) αυτός από τον οποίο διέρχονται πολλοί, ο πολυσύχναστος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) περαστικά (για… … Dictionary of Greek
πορειά — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ.), στην πρώην επαρχία Καστοριάς του ομώνυμου νομού. * * * και ποριά, η, Ν 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.) 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ … Dictionary of Greek
ποταμηπόρος — ον, Α 1. αυτός που διαβαίνει ποταμούς 2. αυτός που πηγαίνει στο ποτάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο πόρος] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek